- εκσπερματώνω
- εκσπερμάτωσα, εκσπερματώθηκα, εκσπερματωμένος, μτβ., εκσπερματίζω (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκσπερματώνω — εκσπερματώνω, εκσπερμάτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποσπερματίζω — (Α ἀποσπερματίζω κ. σπερμαίνω) (για άντρα) εκσπερματώνω … Dictionary of Greek
εγκολπίζω — ἐγκολπίζω (AM) μσν. 1. παίρνω κάποιον στον κόλπο μου, αγκαλιάζω 2. (για ακτή) σχηματίζω κόλπο αρχ. 1. πλέω μέσα στον κόλπο ή κατά μήκος τής ακτής 2. εκσπερματώνω μέσα στον κόλπο τής γυναίκας 3. αποδέχομαι, ενστερνίζομαι 4. περιλαμβάνω σε θαλάσσιο … Dictionary of Greek
ενυπνιάζομαι — (AM ένυπνιάζω και ἐνυπνιάζομαι) (νεοελλ. μόνο το μέσ., αρχ. και μσν. και το ενεργ.) βλέπω όνειρα, ονειρεύομαι μσν. μέσ. 1. οραματίζομαι 2. παθαίνω στον ύπνο ονείρωξη, ρεύση, εκσπερματώνω … Dictionary of Greek